Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Η Σταύρωση




Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι.
Οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Το Φαραώ παρήγγειλαν να κάνει τρία πιρόνια.
Κι αυτός ο σκυλοφαραώς βάζει και φτιάνει πέντε.
Σύ Φαραέ που τά ‘κανες κάτσε να μας διδάξεις.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ' άλλα τα δυο στα χέρια.
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
Να τρέξει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Στάμνες νερό την έριχναν, τρία κανάτια μόσχο
Και τρία μυροδόσταμνα, για να της έρθει ο νους της
Και σαν την ήρθε ο λογισμός και σαν την ήρθε ο νους της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει
Γκρεμό να πάει να γκρεμιστεί για το μοναχογιό της
Η Μάρθα κι η Μαγδαλινή και του Λαζάρου η μάνα
Και του Ιακώβ η αδερφή, οι τέσσερις αντάμα
Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μέσ' του ληστή την πόρτα
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχιά της
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη.
-Γιάννη μου, Γιάννη Πρόδρομε κι εσύ Διδάσκαλέ μου
μην είδες τον ιγιόκα μου και τον Διδάσκαλό σου
Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
-Βλέπεις εκείνον τον φτωχό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο.
Εκείνος είν' ο γιόκας σου κι εμέ ο Δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε, κρυφά τον εμιλάει
-Δεν μου μιλάς ιγιόκα μου, δεν μου μιλάς παιδί μου.
-Τι να σου πω μανούλα μου, διάφορα δεν έχω.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
Κι όποιος καλά το κράζει, Παράδεισο θα λάβει.