Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012



Σχόλιο του Γραφείου Τύπου για τις ομιλίες του Αντ. Σαμαρά και του Αλ. Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο
05/12/12

Ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνοντας τα γνωστά ψέματα, με θράσος ισχυρίστηκε ότι τα νέα φοροεξοντωτικά μέτρα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων για να δοθούν νέες φοροαπαλλαγές προς το μεγάλο κεφάλαιο γίνονται με γνώμονα το συμφέρον του λαού. Το ίδιο και η υλοποίηση των βάρβαρων μέτρων και των μνημονίων.

Από την άλλη η ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συρραφή συνθημάτων από προηγούμενες ομιλίες του Γ. Παπανδρέου και του Αντ. Σαμαρά στον ίδιο χώρο, με ολίγη αριστερή σάλτσα. Δηλαδή εμφάνισε ως νέο και ριζοσπαστικό το παλιό και αποτυχημένο σοσιαλδημοκρατικό «μαγικό» φάρμακο με το οποίο και τα θηρία - μονοπώλια - θα αποκτήσουν υψηλή κερδοφορία και το θύμα - ο λαός - θα ευημερήσει.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να το πάρουν απόφαση. Τα κόμματα που υπερασπίζονται την ΕΕ, τον «ευρωμονόδρομο» και δεν έχουν στόχο την ανατροπή των μονοπωλίων τσακώνονται για το ποιος θα είναι στην κυβέρνηση και για το ποιος εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της ελληνικής πλουτοκρατίας, όχι για τα συμφέροντα του λαού.

Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ



Εναρξη σήμερα του κινηματογραφικού αφιερώματος στον Μπρεχτ
Στις 8.30 μ.μ. η προβολή της ταινίας «Η όπερα της πεντάρας»

Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, στο πλαίσιο του 3ου επιστημονικού συνεδρίου που θα πραγματοποιήσει στις 27 και 28 Απρίλη του 2013, που είναι αφιερωμένο στον κορυφαίο μαρξιστή διανοητή, δραματουργό, ποιητή και σκηνοθέτη Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο: «Μπέρτολτ Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να 'ρθούν», διοργανώνει και κινηματογραφικό αφιέρωμα που ξεκινάει σήμερα στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX (Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους),
με ελεύθερη είσοδο.

Τις ταινίες που θα προβληθούν θα προλογίσουν οι Τζία Γιοβάνη (κριτικός κινηματογράφου) και Κώστας Σταματόπουλος (σκηνοθέτης), ενώ στο κοινό θα διανεμηθεί και ειδικό φυλλάδιο για τη βαθύτερη κατανόηση των ταινιών.

Σήμερα (5/12) στις 20.30 και την Κυριακή (9/12) στις 11.30 προβάλλεται «Η όπερα της πεντάρας» (Γερμανία, 1931), σκηνοθεσία Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, μουσική Κουρτ Βάιλ, με τους Λότε Λένια, Ρούντολφ Φόστερ, Κάρολα Νέχερ.

Ακολουθούν τις επόμενες Τετάρτες και Κυριακές του Δεκέμβρη τις ίδιες ώρες άλλες τρεις ταινίες. Οι εξής: «Κούλε Βάμπε ή Σε ποιον ανήκει ο κόσμος;» και σε πρώτη πανελλήνια προβολή «Και οι δήμιοι πεθαίνουν», «Ο αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του ο Μάττι».

Για τη σημερινή ταινία
Ο κ. Πίτσαμ είναι ιδιοκτήτης μιας τεράστιας επιχείρησης εκμετάλλευσης ανέργων που δουλεύουν σαν «εξειδικευμένοι» ζητιάνοι. Ο γοητευτικός Μακίθ, με εμφάνιση «κυρίου», είναι μαστροπός και κλέφτης. Σαν επιχειρηματίες έχουν αντιπαλότητες αλλά συνεργάζονται και οι δύο με τον διεφθαρμένο αρχηγό της Αστυνομίας του λαϊκού Σόχο, Τάιγκερ Μπράουν.

Ο Μακίθ ερωτεύεται την Πόλι, κόρη του Πίτσαμ και μοναδική κληρονόμο της επιχείρησης, την οποία παντρεύεται κρυφά από τους δικούς της γιατί έχει σκοπό να βάλει στο χέρι τα κέρδη του πατέρα της. Η σκηνή του γάμου στην υπόγεια, βρωμερή αποθήκη, που για την περίσταση μετατρέπεται, με τα κλοπιμαία, σε αίθουσα κραυγαλέας πολυτέλειας, είναι μια πολύ σημαντική προσθήκη του Μπρεχτ στο πρωτότυπο κείμενο.

Ο κ. Πίτσαμ μαθαίνει για το γάμο, καταλαβαίνει ότι οι μπίζνες του κινδυνεύουν και καρφώνει στον αρχηγό της Αστυνομίας τον Μακίθ για τις κλοπές. Εκβιάζει μάλιστα τον Τάιγκερ Μπράουν πως θα χάσει τη θέση του αν δεν κλείσει τον Μακίθ στη φυλακή, γιατί θα του καταστρέψει την παρέλαση για τη στέψη της βασίλισσας βγάζοντας στους δρόμους ορδές ζητιάνων που θα απαιτούν κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αστυνόμος προειδοποιεί τον Μακίθ, που, πριν φύγει, περνά να αποχαιρετήσει τις πόρνες του.

Η Τζένη, πάντα ερωτευμένη μαζί του, τον καταδίδει από ζήλια. Ο Μακίθ συλλαμβάνεται αλλά κρατείται σα βασιλιάς... Στο μεταξύ, η Πόλι, εκσυγχρονιστικό επιχειρηματικό πνεύμα, συνειδητοποιώντας ότι είναι πολύ πιο αποδοτικό να ληστεύεις με τις ευλογίες του νόμου, αγοράζει μια τράπεζα όχι στο Σόχο, αλλά στο Σίτι του Λονδίνου.

Γίνεται ιδιοκτήτρια καθωσπρέπει τραπεζικής μπίζνας και «ντύνει» χαρακτηριστικά τους πρώην κλέφτες και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου ως «ευυπόληπτους κυρίους»...

Η κινηματογραφική «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» (1931), σε σκηνοθεσία Παμπστ, αμφισβητήθηκε από τους Μπρεχτ και Βάιλ, γιατί αλλοίωνε τη βασική πρόθεση του θεατρικού πρωτότυπου (ανέβηκε το 1928), που ήταν το ταρακούνημα του κοινού. Το «σπρώξιμο» δηλαδή των θεατών προς μια ενεργητική, «διανοητική» συμμετοχή απέναντι στα δρώμενα ώστε να «εξαναγκάζεται» κάποιος να πάρει επιτέλους θέση γι' αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη, ως καλλιτεχνική αντανάκλαση της πραγματικότητας.

Οι Μπρεχτ και Βάιλ πούλησαν τα δικαιώματα του έργου στην εταιρεία «Nero Film», υπό τον όρο να κάνουν οι ίδιοι και την κινηματογραφική διασκευή.

Αποδείχθηκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στο μπλοκ της εταιρείας και του Παμπστ από τη μια και των δημιουργών της θεατρικής «όπερας» από την άλλη ήταν αγεφύρωτες και στο τέλος η συνεργασία διακόπηκε. Στα δικαστήρια που οι δημιουργοί έσυραν τους αντίδικους, ο Μπρεχτ έχασε τη δίκη, ενώ ο Βάιλ την κέρδισε.

Από την ώρα που το κατά βάση θεατρικό σενάριο δε θα αποδιδόταν ρεαλιστικά στο σινεμά, ο Παμπστ εφάρμοσε τη συνήθη του, κατά προσέγγιση, μέθοδο: Αντί να διεισδύσει στον πραγματικό κόσμο, κατασκεύασε έναν άλλο, μη πραγματικό. Η ταινία είναι βυθισμένη σε μια «αλλόκοτη φανταστική ατμόσφαιρα» που εξασθενεί τη δύναμη του έργου, εξαιτίας και της προσήλωσης του σκηνοθέτη στην τεχνική των φωτοσκιάσεων (chiaroscuro), που στιλιστικά δημιουργούν - με την επίκληση της «διάθεσης» (Stimmung) - έναν κόσμο «ονειρικό». Ισως κατ' απαίτηση του παραγωγού, όπως αναφέρει η Αϊσνερ.

Ενώ η σκηνοθεσία στη σκηνή απομόνωνε τα επεισόδια του έργου, ώστε να τονιστεί ο ιδιότροπος, καλειδοσκοπικός τους χαρακτήρας, η ταινία εξαλείφει όλες τις τομές για να υπηρετήσει ένα συνεπές, ομοιόμορφο σύνολο.

Τα πλακάτ στη σκηνή, υπό μορφή διάτιτλων, με σχόλια και σφοδρούς, ειρωνικούς αφορισμούς του Μπρεχτ που γεφύρωναν σκηνή και πραγματικότητα και δημιουργούσαν μια διαφορετική ατμόσφαιρα από τις μακέτες του σκηνικού, έφυγαν. Στο θεατρικό, τα τραγούδια του Βάιλ συγκροτούν τους άξονες του έργου και αναδύονται στην επιφάνεια από το συνεχώς αυθόρμητο διάλογο, ενώ αντίθετα στην ταινία του Παμπστ δε συνιστούν τίποτα περισσότερο από ευχάριστη διάνθιση.

Η εντύπωση που τα τραγούδια του Βάιλ δημιουργούν, αμβλύνεται από την ίδια την ατμόσφαιρα. Παρότι «οπτικοποιούνται» μεγάλο μέρος από τη δύναμή τους εξουδετερώνεται ή χάνεται εντελώς.
Ωστόσο, στο σύνολό της, η ταινία διατηρεί κάποια στοιχεία κοινωνικής σάτιρας, αυθεντικού λυρισμού, αλλά και κάτι από επαναστατικό χρώμα, το οποίο ο Χάρι Αλαν Ποτάμκιν, Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου, εντοπίζει στις τελευταίες σεκάνς, στην ανυπακοή των ζητιάνων στον εργοδότη τους Πίτσαμ και στην επιστροφή των επαιτών διαδηλωτών με τα αντιπολεμικά πλακάτ, μέσα στο σκοτάδι των στενών παράδρομων, την ώρα της παρέλασης για την ενθρόνιση της βασίλισσας.

Ο Ποτάμκιν χαρακτηρίζει αυτό το πέρασμα των ζητιάνων ως «ιδιαίτερα συνταρακτική προσέγγιση μιας επαναστατικής παρέλασης».

Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους ρόλους διατηρούν κάτι από την αιχμηρή απαγγελία και τον μπρεχτικό σαρκασμό. Σημειωτέον ότι ο Ερνστ Μπους (αφηγητής), η Καρόλα Νέχερ (Πόλα Πίτσαμ) και η σύζυγος του Βάιλ, Λότε Λένια (Τζένι), ήταν μέλη της θεατρικής ομάδας και είχαν διδαχθεί την τεχνική της εκφοράς του στίχου των τραγουδιών από τον ίδιο τον Μπρεχτ.

Η σφριγηλή κατήφεια του πρωτότυπου δεν εξαφανίστηκε ολοσχερώς από την ταινία και χάρη στους παραπάνω πρωταγωνιστές, που διατήρησαν στο φιλμ τους ρόλους που κρατούσαν στη θεατρική παράσταση...